μονορύχης

μονορύχης
μον-ορύχης [ῠ], ου, ,
A digging with one point,

ὄρυξ AP6.297

(Phan.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονορύχης — και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α) (για εργαλείο) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ορύχης (< ορύσσω)] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”